ακαματερός

Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό ακαμάτης
1. τεμπέλης, οκνηρός
2. (το βόδι) που δεν είναι κατάλληλο για όργωμα
3. (το δέντρο ή το φυτό) που ο καρπός του ωριμάζει πολύ αργά.