θεόθυτος

Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

English (LSJ)

ον, (θύω)

   A offered to the gods: θεόθυτον, τό, a victim, Cratin.417 (pl.), cf. Poll.1.29 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1195] Gott geopfert, Cratin. bei B. A. 42.

Greek (Liddell-Scott)

θεόθῠτος: -ον, (θύω) προσφερόμενος (ὡς θυσία) εἰς τοὺς θεοὺς, Πολυδ. Α΄, 29· θεόθυτον, τό, θῦμα, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 132.

Greek Monolingual

θεόθυτος, -ον (Α)
1. αυτός που προσφέρθηκε ως θυσία στους θεούς, ο θυσιασμένος στους θεούς
2. (το ουδ, ως ουσ.) το θεόθυτον
το θύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -θυτος (< θύω), πρβλ. καλλί-θυτος, πάν-θυτος].