ζωθαλπής
English (LSJ)
ές, (θάλπω)
A warming or cheering life, Nonn.D.1.454:— fem. ζώθαλπις, ιδος, ib.16.397 (v.l. -πέες).
German (Pape)
[Seite 1142] ές, Leben erwärmend, anfachend, Nonn. D. 1, 454.
Greek (Liddell-Scott)
ζωθαλπής: -ές, (θάλπω) περιθάλπων, θερμαίνων τὴν ζωήν, Νόνν. Δ. 1. 454˙ -θηλ. ζώθαλπις, ιδος, αὐτόθι 16. 397.
Greek Monolingual
ζωθαλπής, -ές, θηλ. και ζώθαλπις, -ιδος (Α)
αυτός που θερμαίνει, που περιθάλπει τη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -θαλπης (< θάλπω), πρβλ. ηλιο-θαλπής, πυρι-θαλπής].