εὔθηλος, -ον (Α)1. (για θηλ.) αυτή που έχει ευτραφείς μαστούς («αἶγα εὔθηλον»)2. (ως επίθ. του μαστού) ευτραφής, μεγάλος («μαστὸν εὔθηλον θεᾱς», Λυκόφρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θηλή.