ζυμογόνο

Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
(βιοχ.) συνώνυμο του προενζύμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. zymogen). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Ρήγα Ι. Νικολαΐδη].