ηδύνω

Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἡδύνω)
1. κάνω κάτι νόστιμο, νοστιμίζωκρόμμυον... οὐ μόνον σῑτον ἀλλὰ καὶ πότον ἡδύνει», Ξεν.)
2. καθιστώ κάτι τερπνό, ευχάριστο
3. προξενώ ηδονή, ευφραίνω
4. μέσ. ἡδύνομαι
ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, τέρπομαι
αρχ.
θωπεύω, κολακεύω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδύς.
ΠΑΡ. ήδυσμα
αρχ.
ήδυμος, ηδυντήρ, ηδυντικός, ηδυντός, ηδυσμός].