εφεδρικός

Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εφεδρεία ή στον έφεδρο, ο διαθέσιμος να χρησιμοποιηθεί σε ώρα ανάγκης («εφεδρικά στρατεύματα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έφεδρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία].