θεόργητος

Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

ον,= θεομανής, Sch.A.Th.653. θεορέω,

   A v. θεωρέω.

German (Pape)

[Seite 1197] Erkl. von θεομανής, Schol. Aesch. Spt. 659.

Greek (Liddell-Scott)

θεόργητος: -ον, = θεομανής, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 659.

Greek Monolingual

θεόργητος, -ον (Α)
θεομανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -όργητος (< -οργος < οργή κατά τα άνοος > ανόητος, πρβλ. βαρυ-όργητος, δυσ-όργητος].