το (ΑΜ θραῡσμα) θραύωκομμάτι που έχει αποσπαστεί από σκληρό σώμα με θραύση, σύντριμμα, θρύψαλο («θραύσμα οβίδας»)αρχ.1. (για τη λέπρα) η εφελκίδα2. (στον Διοσκ.) το καλύτερο είδος του αμμωνιακού κόμμεως3. κάταγμα.