θραύσμα

Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (ΑΜ θραῡσμα) θραύω
κομμάτι που έχει αποσπαστεί από σκληρό σώμα με θραύση, σύντριμμα, θρύψαλοθραύσμα οβίδας»)
αρχ.
1. (για τη λέπρα) η εφελκίδα
2. (στον Διοσκ.) το καλύτερο είδος του αμμωνιακού κόμμεως
3. κάταγμα.