θηκαῖος

Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

α, ον,

   A like a chest or coffin, οἴκημα θ. burial vault, Hdt.2.86; perh. to be read in Plu.2.359a.    II Subst. θηκαῖον, τό,= θήκη, SIG1120 (pl., Cos).

Greek (Liddell-Scott)

θηκαῖος: -α, -ον, ὅμοιος θήκῃ ἢ σαρκοφάγῳ, οἴκημα θ., τύμβος, Ἡρόδ. 2. 86· διάφ. γραφ. Θηβαῖον.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
sépulcral.
Étymologie: θήκη.

Greek Monolingual

θηκαῑος, -ία, -ον (Α) θήκη
1. φρ. «οἴκημα θηκαῑον» — οίκημα που μοιάζει με θήκη, με σαρκοφάγο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θηκαῑον
η θήκη.