οίκημα

From LSJ

καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλοννικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)

Source

Greek Monolingual

το (ΑΜ οἴκημα) οικώ
χώρος στεγασμένος ο οποίος χρησιμεύει ως τόπος διαμονής, σπίτι, κατοικία («ἐν αἰχμαλώτοις Τρωϊκοῖς οἰκήμασι ναίουσιν», Αισχύλ.)
αρχ.
1. κατοικημένος τόπος («ἱερὸν ἔσχον οἴκημα ποταμοῦ», Πίνδ.)
2. δωμάτιο, θάλαμος
3. δωμάτιο ύπνου, κοιτώνας («ἐγὼ γάρ σε ἐς τὸ οἴκημα, ἐν τῷ κοιμώμεθα... στήσω», Ηρόδ.)
4. αίθουσα φαγητού
5. μαγειρείο, καπηλειό
6. πορνείο, χαμαιτυπείο
7. ναός, ναΐσκος
8. δωμάτιο σε ναό
9. φυλακή («ἐς οἴκημα μέγα καθεῖρξαν», Θουκ.)
10. κλουβί όπου τρέφονται ζώα («ἐν οἰκήμασι ὄρνιθας τρέφει», Ηρόδ.)
11. στάβλος αλόγου
12. αποθήκη τροφίμων («ὅν ἐξῆχεν ἐκ τῶν οἰκημάτων σῖτον καὶ οἶνον», Δημ.)
13. εργαστήριο
14. επίπεδο, πάτωμα
15. μτφ. «αἰσθητικὸν οἴκημα» — ο άνθρωπος.