τοναυτ. ειδική πλωτή θύρα με την οποία κλείνεται η μόνιμη δεξαμενή που χρησιμεύει για τον καθαρισμό και την επισκευή τών υφάλων του πλοίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + πλοίο].