θερμωλή

Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

ἡ,

   A feverish heat, Hp.Loc.Hom.19,al.

German (Pape)

[Seite 1202] ἡ, Hitze, bes. Fieberhitze, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

θερμωλή: ἡ, πυρετώδης θερμότης, Ἱππ. 416. 33., 418. 1, κτλ.

Greek Monolingual

θερμωλή, ἡ (ΑΜ)
υπερβολική θερμότητα
μσν.
(για ασθενείς) πυρετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμός + επίθημα -ωλή (< ΙΕ -lο- βλ. -ηλός), πρβλ. ευχ-ωλή, τερπ-ωλή].