ημιανοψία

Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
ιατρ. απώλεια της όρασης στο ένα ήμισυ του οπτικού πεδίου του ενός ή και τών δύο ματιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hemianopsia < hemi- (πρβλ. ημι-) + anopsia (πρβλ. ανοψία)].