θρονοποιός

Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

όν,

   A making thrones or seats, Poll.7.182.

German (Pape)

[Seite 1220] ὁ, Sesselverfertiger, Poll. 7, 182.

Greek (Liddell-Scott)

θρονοποιός: -όν, κατασκευάζων θρόνους ἢ καθίσματα, Πολυδ. Ζ΄, 182.

Greek Monolingual

θρονοποιός, -όν (Α)
αυτός που κατασκευάζει καθίσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρόνος + -ποιός (< ποιώ)].