θυρσοπλήξ

Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

ῆγος, ὁ, ἡ,

   A thyrsus-stricken, frantic, [ἑσμὸς] τεχνιτῶν Limen.19, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 1227] ῆγος, vom Thyrsus geschlagen, bacchisch begeistert, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

θυρσοπλήξ: ῆγος, ὁ, ἡ, ὁ ἐν τοῖς Βακχείοις ἐνθεαζόμενος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

θυρσοπλήξ, -ῆγος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει χτυπηθεί από θύρσο, ο θεόπνευσρος, ο θεόληπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + -πλήξ (< πληξ < πλήσσω), πρβλ. αμφι-πλήξ, κυματο-πλήξ].