-ή, -ό (AM ἐντερικός, -ή, -όν)αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα έντερα («εντερική πάθηση»)νεοελλ.(το ουδ. πληθ. ως. ουσ.) τὰ ἐντερικάασθένειες ή λοιμώξεις τών εντέρων.