ἐντερικός

From LSJ

τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντερικός Medium diacritics: ἐντερικός Low diacritics: εντερικός Capitals: ΕΝΤΕΡΙΚΟΣ
Transliteration A: enterikós Transliteration B: enterikos Transliteration C: enterikos Beta Code: e)nteriko/s

English (LSJ)

ἐντερική, ἐντερικόν, intestinal, ἀποφυάδες Arist.PA675a17.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
anat. intestinal ἀποφυὰς ἐντερική apéndice intestinal Arist.PA 675a18.

German (Pape)

[Seite 855] zum Innern, zu den Eingeweiden gehörig, Arist. part. an. 3, 14.

Russian (Dvoretsky)

ἐντερικός: кишечный (ἀποφυάδες Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐντερικός: -ή, -όν, ὁ τῶν ἐντέρων, εἰς τὰ ἔντερα ἀνήκων, ἀποφυάδες ἐντερικαὶ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 4.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐντερικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα έντερα («εντερική πάθηση»)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως. ουσ.) τὰ ἐντερικά
ασθένειες ή λοιμώξεις τών εντέρων.