ἐνσπέρματος

Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

English (LSJ)

ον,

   A possessing seed, Phan.Hist.31.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνσπέρματος: oν, = τῷ ἑπομ., Φανίας παρ’ Ἀθην. 406C.

Spanish (DGE)

-ον
bot. portador de simiente πᾶσα γὰρ χεδροπώδης ἥμερος φύσις ἔ. pues toda substancia leguminosa cultivada es portadora de simiente Phan.48.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐνσπέρματος, -ον) σπέρμα
(για καρπούς) αυτός που έχει μέσα του σπέρμα.