ἐνσπέρματος
From LSJ
English (LSJ)
ἐνσπέρματον, possessing seed, Phan.Hist.31.
Spanish (DGE)
-ον
bot. portador de simiente πᾶσα γὰρ χεδροπώδης ἥμερος φύσις ἔ. pues toda substancia leguminosa cultivada es portadora de simiente Phan.48.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνσπέρματος: oν, = τῷ ἑπομ., Φανίας παρ’ Ἀθην. 406C.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐνσπέρματος, -ον) σπέρμα
(για καρπούς) αυτός που έχει μέσα του σπέρμα.
German (Pape)
= ἔνσπερμος, Phanias Ath. IX.406c.