ἰβυκτήρ

Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, in Cretan,

   A one who begins a war-song, Hsch. (-βηκ- cod.). ἰβύκχα· σεμνότης, ἢ σωρὸς κρεῶν, Id. (-ύηχ- cod.). ἶβυξ, υκος,= ἶβις, Id. ἴβυς, υος, ὁ,= εὐφημία, στιγμή, Id. ἰβύω, shout: strike, Id.; cf. ἰβῶν· εὐφημῶν, στάζων, Id. ἴγα, in Cretan,= σίγα, Id. ἴγγι τινί: ἐπιθυμίᾳ τινὶ ἑλκομένη, Id. (leg. ἴυγγι). ἴγγια· εἷς (Cypr.), Id. ἴγδην and ἴγνην· ἄρσην, Id.

Greek Monolingual

ἰβυκτήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
(στην Κρήτη) αυτός που κάνει την έναρξη πολεμικού άσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιβύ + -κτηρ (πρβλ. ζευ-κτήρ, θελ-κτήρ)].