ἰσοκλεής, -ές (Α)αυτός που έχει ίση δόξα με άλλον, ισόδοξος. επίρρ...ἰσοκλεῶς (Μ)με ισοκλεή τρόπο, με ίση δόξα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -κλεής (< κλέος), πρβλ. κακο-κλεής, μεγαλο-κλεής].