καθοσιώνω

Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM καθοσιῶ, -όω)
1. καθιστώ κάτι όσιο, ιερό, καθιερώνω
2. προσφέρω ως ανάθημα σε θεό, αφιερώνω
αρχ.
1. αγνίζω, εξαγνίζω, καθαρίζω («ἱλασμοῑς τισι καὶ καθαρμοῑς... καθοσιώσας τὴν πόλιν», Πλούτ.)
2. αρραβωνιάζω, μνηστεύω
3. φρ. (για πρόσ.) «καθωσιωμένος τινί» — αφιερωμένος, αφοσιωμένος σε ένα πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. καθοσιώνω < καθοσιῶ (< κατά + ὁσιῶ < ὅσιος)].