αρραβωνιάζω

From LSJ

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164

Greek Monolingual

(Μ ἀρραβωνιάζω)
1. τελώ τον αρραβώνα κάποιου
2. μέσ. (-ομαι) τελώ τον αρραβώνα μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (αρχ.-μτγν.) αρραβωνίζομαι, κατά τα ρ. σε -ιάζω].