αρραβωνιάζω
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
(Μ ἀρραβωνιάζω)
1. τελώ τον αρραβώνα κάποιου
2. μέσ. (-ομαι) τελώ τον αρραβώνα μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (αρχ.-μτγν.) αρραβωνίζομαι, κατά τα ρ. σε -ιάζω].