καθοσιώνω
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
Greek Monolingual
(AM καθοσιῶ, -όω)
1. καθιστώ κάτι όσιο, ιερό, καθιερώνω
2. προσφέρω ως ανάθημα σε θεό, αφιερώνω
αρχ.
1. αγνίζω, εξαγνίζω, καθαρίζω («ἱλασμοῖς τισι καὶ καθαρμοῖς... καθοσιώσας τὴν πόλιν», Πλούτ.)
2. αρραβωνιάζω, μνηστεύω
3. φρ. (για πρόσ.) «καθωσιωμένος τινί» — αφιερωμένος, αφοσιωμένος σε ένα πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. καθοσιώνω < καθοσιῶ (< κατά + ὁσιῶ < ὅσιος)].