τό, Dim. of ἰσχίον,
A hip, Hero Aut.29.
[Seite 1272] τό, = ἰσχίον, Mathem. vett.
ἰσχάριον, τὸ (Α)μικρό ισχίο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχίον + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. κυν-άριον, παιδ-άριον)].