ισχίο
Greek Monolingual
το (ΑΜ ἰσχίον)
το τμήμα του σώματος στο οποίο συνδέεται το κάτω άκρο με τη λεκάνη, γοφός
νεοελλ.
1. ζωολ. το μεσαίο τμήμα του αρθρωτού άκρου τών εντόμων το οποίο αρθρώνεται με τον θώρακα και με τον τροχαντήρα
2. ναυτ. το τμήμα του σκάφους από την πρύμνη ώς τον μέγιστο νομέα, δηλ. μέχρι το πλατύτερο μέρος του, γοφός
αρχ.
1. το πάνω μέρος τών μηρών
2. το μέρος του ανώνυμου οστού που προεξέχει και στο οποίο στηρίζεται ο άνθρωπος όταν κάθεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ακόμη και αν δεχθούμε ότι η γλώσσα του Ησυχίου «ἴσχι
ὀσφύς» είναι ορθή και διασώζει αρχικό τ. του τύπου ἄλφι, μέλι, η σύνδεση με το αρχ. ινδ. sakthi, που επιχειρήθηκε, δεν είναι δυνατή. Ατεκμηρίωτη και η σύνδεσή του με το ἰσχνός.
ΠΑΡ. ισχιακός, ισχιάς
αρχ.
ισχάριον
αρχ.-μσν.
ισχιάζω.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) ισχιορρωγικός
αρχ.
ισχιοίδης
μσν.
ισχιορρώξ
νεοελλ.
ισχιάδελφος, ισχιαλγία, ισχιαλγικός, ισχιαλγώ, ισχιαρθροκάκη, ισχιοβολβώδης, ισχιοδακτυλιακός, ισχιοηβικός, ισχιοηβιοτομία, ισχιοϊερός, ισχιοκοκκυγικός, ισχιομηρικός, ισχιοπηγής, ισχιοσηραγγώδης, ισχιοτομία ισχιωδυνία. (Β συνθετικό) αρχ. ανίσχιος, εξίσχιος, ευΐσχιος, λιπαρίσχιος, παρίσχιος, πλατυΐσχιος].