ἰσχυροσώματος

Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

ον,

   A gloss on ὀβριμοεργός, Sch.Opp.H.1.360.

German (Pape)

[Seite 1273] von starkem Körper, Schol. Opp. Hal. 1, 360.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχῡροσώματος: -ον, ἔχων ἰσχυρὸν σῶμα, δυνατός, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἀλ. 1. 360.

Greek Monolingual

ἰσχυροσώματος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχυρό σώμα, ρωμαλέος, δυνατός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -σώματος (< σῶμα), πρβλ. απαλο-σώματος, ηδυ-σώματος].