ἱπποπείρης

Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

German (Pape)

[Seite 1260] roßerfahren, roßkundig, Anacr. 62, 11, richtiger ἱπποσείρης.

Greek Monolingual

ἱπποπείρης, ὁ (Α)
αυτός που έχει πείρα από ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + πεῑρα].