πείρα

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167

Greek Monolingual

η / πεῖρα, ιων. τ. πείρη, αιολ. τ. πέρρα, ΝΜΑ
η πράξη και το αποτέλεσμα του πειρώμαι, η δοκιμή, η δοκιμασία, η γνώση που αποκτήθηκε έπειτα από δοκιμή στην πράξη, η εμπειρία («πεῖρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.)
νεοελλ.
1. καθετί που πέφτει στην αντίληψη του ανθρώπου και γίνεται γνώση η οποία συντελεί στην αύξηση της ικανότητας του γενικά ή ειδικά σε έναν κλάδο της επιστήμης, συσσωρευμένη γνώση
2. (φιλοσ.) η αισθητηριακή, εμπειρική αντανάκλαση του εξωτερικού κόσμου στη συνείδηση
αρχ.
1. αγώνας, μόχθος για κάτι («πεῖρα θανάτου πέρι και ζωᾱς», Πίνδ.)
2. προσπάθεια, επιχείρηση, τρόπος, μέσο για κάτι («δέδορκά σε πεῖρα τιν' ἐχθρῶν ἁρπάσαι θηρώμενον», Σοφ.)
3. απόπειρα για εξαπάτηση γυναίκας («τὴν μὲν πεῖραν ἰσχυρῶς ἀποτρίψασθαι», Πλούτ.)
4. φρ. α) «πεῖραν έχω» — δοκιμάζομαι, είμαι δοκιμασμένος
β) «πεῖραν ἔχω τινός» — γνωρίζω κάτι έπειτα από δοκιμή, από δοκιμασία
γ) «πεῖράν τινος λαμβάνω»
i) δοκιμάζω κάτι
ii) αποκτώ γνώση ενός πράγματος με δοκιμή
δ) «πεῖραν δίδωμί τινος» — παρέχω δοκιμή, δοκιμάζομαι σε κάτι
ε) «πεῖραν ποιοῦμαι» ή «πείραν καθίημι» ή «πεῖραν δέχομαι», δοκιμάζω
στ) «ταῖς πείραις βασανίζω» — ελέγχω με δοκιμή, με δοκιμασία
ζ) «ἀπό πείρης» — με δοκιμή, με πείραμα
η) «διὰ πείρας ἔρχομαι» — περνώ από δοκιμασία, δοκιμάζομαι
θ) «ἀποδοκιμάζομαι διὰ τῆς πείρας» — απορρίπτομαι έπειτα από δοκιμή
ι) «ἐν πείρα τινος γίγνομαι» — γνωρίζω από δοκιμή, από δοκιμασία, κάτι ή κάποιον
ια) «ἀκοῆς κρείσσων ἐς πεῖραν ἔρχεται»
πολιτεία] δοκιμαζόμενη αποδεικνύεται ανώτερη από τη φήμη της (Αριστοτ.)
ιβ) «ἐπὶ πείρᾳ» — με δοκιμή, κατόπιν δοκιμής
ιγ) «πεῖραν ἀφορμῶ» — εξέρχομαι για κάποια επιχείρηση (Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πεῖρα (< per-ya, με επίθημα ja, πρβλ. μοίρα) ανάγεται σε IE per- «προσπαθώ, δοκιμάζω, ρισκάρω, κίνδυνος» με ποικίλες σημ. και συνδέεται με τα λατ.: periculum «κίνδυνος», ex-perior «λαμβάνω πείρα» (πρβλ. αγγλ. experience). Αρχική σημ. της λ. θα μπορούσε να θεωρηθεί το βάδισμα προς τα εμπρός, η προώθηση, η διείσδυση, η διάτρηση (πρβλ. πείρω, πέρνημι), από όπου και οι σημ. τών παράγωγων ρημάτων περῶμαι «επιτίθεμαι, πειρατεύω» με στρατιωτική σημ. και πειράζω «παρασύρω, δελεάζω, θίγω, ανασκαλεύω» και, εις βάρος γυναίκας, «ενοχλώ, προσπαθώ να αποπλανήσω»].