κακοφαίνεται

Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

αόρ. (ε)κακοφάνη και κακοφάνηκε (Μ κακοφαίνεται, αόρ. [ἐ]κακοφάνη και [ἐ]κακοφάνηκε)
απρόσ.
1. βλέπω κάτι με δυσαρέσκεια, δεν μού φαίνεται καλό, δεν μού αρέσει κάτι, μέ δυσαρεστεί («του κακοφάνηκε ο τρόπος σου»)
2. μέ στενοχωρεί, μέ λυπεί κάτι
3. μέ θυμώνει, μέ εξοργίζει κάτι.