δυσαρέσκεια
From LSJ
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
Greek Monolingual
η
1. το να δυσαρεστηθεί κάποιος
2. το δυσάρεστο συναίσθημα, συναίσθημα δυσφορίας («τον άκουσα με δυσαρέσκεια»)
3. μομφή που εκφράζεται από προϊστάμενο προς υφιστάμενο
4. αφορμή δυσαρέσκειας, παρεξήγηση.