καθαροπώλης, ὁ (Α)αρτοποιός που πουλάει καθαρό, λευκό άρτο.[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ετοιμο-πώλης, παντο-πώλης.