καθαροπώλης
From LSJ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
Greek Monolingual
καθαροπώλης, ὁ (Α)
αρτοποιός που πουλάει καθαρό, λευκό άρτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ετοιμοπώλης, παντοπώλης.