ιστοριογραφία

Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἱστοριογραφία) ιστοριογράφος
1. το έργο του ιστοριογράφου, η συγγραφή ιστορίας
2. το σύνολο τών ιστορικών συγγραφών μιας χώρας, ενός λαού ή μιας εποχής.