ἱστοριογραφία
From LSJ
σοφόν γάρ ἕν βούλευμα τάς πολλάς χεῖρας νικᾶ, σὺν ὄχλῳ δ' ἀμαθία μεῖζον κακό → better than many hands is one wise thought, a multitude of fools makes folly worse
English (LSJ)
ἡ, history-writing, interpol. in J.Ap.1.19.
German (Pape)
[Seite 1271] ἡ, Geschichtschreibung, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἱστοριογραφία: ἡ, τὸ γράφειν ἱστορίαν, Ἰώσηπ. κατὰ Ἀπίωνος 19.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἱστοριογραφία) ιστοριογράφος
1. το έργο του ιστοριογράφου, η συγγραφή ιστορίας
2. το σύνολο τών ιστορικών συγγραφών μιας χώρας, ενός λαού ή μιας εποχής.