εὔθηκτος

Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

English (LSJ)

ον,

   A well-sharpened, keen, Lyc. 1105, Nonn.D.17.121.

German (Pape)

[Seite 1068] wohl geschärft, Lycophr. 1105.

Greek (Liddell-Scott)

εὔθηκτος: -ον, καλῶς ἠκονημένος, ὀξύς, Λυκόφρ. 1105, Νόνν. Δ. 17. 121.

Greek Monolingual

εὔθηκτος, -ον (ΑΜ)
καλά ακονισμένος, κοφτερός («εὔθηκτον σκέπαρνον»)
μσν.
(για λόγο) ευθύς, εὔστοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θηκτός (< θήγω «ακονίζω»)].