διόπτευση

Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α διόπτευσις) διοπτεύω
η παρατήρηση με διόπτρα
νεοελλ.
1. ναυτ. ο καθορισμός της θέσεως του πλοίου με παρατήρηση σημείου της ξηράς ή της θάλασσας, ρελέβο
2. η γωνία που προσδιορίζεται με διόπτευση.