ἑρμίν

Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

English (LSJ)

(Hdn.Gr.2.431) or ἑρμίς (Philem. 226), ῖνος, ὁ,=ἕρμα,

   A bedpost, Od.8.278,23.198, Herod.3.16.

French (Bailly abrégé)

att. c. ἑρμίς.

Greek Monolingual

ἑρμίν, -ῑνος και ἑρμίς, -ῑνος, ο (Α)
έρμα το στήριγμα του κρεβατιού, το πόδι του κρεβατιού, το στρίποδο.