στρίποδο

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. τρίποδο φορητό ικρίωμα με ακίνητα τα δύο πρόσθια σκέλη του και κινητό το τρίτο οπίσθιο σκέλος, το οποίο χρησιμοποιείται για τοποθέτηση πίνακα ή εικόνας επάνω του
2. φορητός ελαφρύς τρίποδας με τρία σκέλη ο οποίος χρησιμοποιείται κυρίως από τους ζωγράφους και τους φωτογράφους
3. (ιδίως στον πληθ.) τα στρίποδα
α) τα δύο ξύλινα ή σιδερένια τετράποδα στηρίγματα πάνω στα οποία τοποθετούνται εγκάρσια σανίδες προκειμένου να κατασκευαστεί έτσι ένα πρόχειρο κρεβάτι
β) ανάλογο στήριγμα πάγκου εργασίας
γ) συνεκδ. κρεβάτι που κατασκευάζεται με αυτόν τον τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίποδο, με προθετικό σ- (πρβλ. βώλος: σβώλος)].