Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
διοιδῶ (-έω) και διοιδαίνω (Α) οιδώ, οιδαίνω]]1. (για μέλη του σώματος) πρήζομαι2. φουσκώνω από οργή3. (για την πόλη) βρίσκομαι σε αναβρασμό, σε αναταραχή4. φρ. «διοιδαίνω τὴν ψυχήν» — οργίζομαι.