διοιδαίνω
From LSJ
English (LSJ)
= διοιδέω (swell with anger, be in a ferment), Aët. 3.34 ; metaph, διοίδαινον τῶν ὄχλων αἱ ψυχαί Hdn. 7.3.6 ; also οἱ στρατιῶται δ. τὰς ψυχάς Id. 8.8.1.
Spanish (DGE)
1 hincharse (ἡ κολοκυνθίς) διοιδάνει σφόδρα en una receta, Aët.3.35, διοιδαίνειν τό τε πρόσωπον καὶ τοὺς μυκτῆρας Hippiatr.20.7
•del mar embravecerse Gr.Nyss.Hom.in Cant.152.3.
2 fig. inflamarse, encolerizarse διοίδαινον τῶν ὄχλων αἱ ψυχαί Hdn.7.3.6, cf. 8.2, c. ac. rel. οἱ μέντοι στρατιῶται διοίδαινον τὰς ψυχάς Hdn.8.8.1.
3 fig. crecer ἐξ ὧν ἔριδες καὶ μάχαι καὶ ἔχθραι διοιδαίνουσι Clem.Al.Paed.2.7.53.
Greek (Liddell-Scott)
διοιδαίνω: μέλλ. -ᾰνῶ, = τῷ ἑπομ., Ἡρῳδιαν. 7. 3, 16· μεταφ. δ. τὴν ψυχὴν αὐτόθι 8. 8.
Greek Monolingual
βλ. διοιδώ.