διάργυρος
Spanish (DGE)
-ον
con incrustaciones de plata κίονες Ath.Epit.538a. < διάργυρος διαργυρόω > διάργυρος, -ου, ὁ
mercurio Anon.Alch.328.25.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ διάργυρος, -ον)
επαργυρωμένος, σκεπασμένος ή διακοσμημένος με ασήμι
νεοελλ.
(το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ο υδράργυρος.