ασήμι
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
Greek Monolingual
το (Μ ἀσήμιον)
ο άργυρος (το μέταλλο)
νεοελλ.
1. το ασημένιο νόμισμα
2. πληθ. τα ασήμια
τα αργυρά κοσμήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο νεοελλ. τ. ασήμι < μσν. ασήμιον, υποκοριστικό του μετακλασικού άσημον, το («άργυρος») < αρχ. άσημος < α-στερ. + σήμα «σημάδι, σφραγίδα». Ο τ. άσημος χρησιμοποιείται στην αρχαιότητα για να χαρακτηρίσει τον ασφράγιστο χρυσό ή άργυρο, δηλ. αυτόν που δεν έχει κοπεί σε νομίσματα.
ΠΑΡ. ασημένιος, ασημής, ασημικό, ασημώνω.
ΣΥΝΘ. μσν. ασημοκλέπτης
μσν.- νεοελλ.
ασημοχρύσαφον
νεοελλ.
ασημοβροντώ, ασημοκάντηλο, ασημοκαπνίζω, ασημοκεντημένος, ασημόλευκα, ασημομάχαιρο, ασημόνερο, ασημόπαιδο, ασημόπετρα, ασημοπρόσωπος, ασημόσκονη, ασημοστόλιστος, ασημοφέρνω].