εὐμενία

Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

English (LSJ)

ἡ,

   A v. εὐμένεια.

German (Pape)

[Seite 1080] ἡ, p. = εὐμένεια, Pind. P. 12, a.

Greek (Liddell-Scott)

εὐμενία: ἡ, ποιητ. τύπος ἰσοδύναμος τῷ εὐμένεια, Πινδ. Π. 12. 8.

English (Slater)

εὐμενία
   1 good will ἵλαος ἀθανάτων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ δέξαι στεφάνωμα τόδ (P. 12.4)

Greek Monolingual

εὐμενία, ἡ (Α) ευμενής
ποιητ. τ. του ευμένεια.