ευμένεια

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐμένεια, Α ποιητ. τ. εὐμενία) ευμενής
ευνοϊκή, αγαθή διάθεση, καλή πρόθεση, εύνοιαφιλόδωρος εὐμενείας, ἄδωρος δυσμενείας», Πλατ.)
αρχ.
1. ευσέβεια (ἡ πρὸς τὸ θεῖον εὐμένεια», Θουκ.)
2. (για οσμή) γλυκύτητα, ευαρέσκεια
3. φρ. α) «ἐπ' εὐμενείᾳ» — για να κερδίσει κάποιος την εύνοια
β) «σὺν εὐμενείᾳ» — ευμενώς, ευνοϊκά.