καστελάνος

Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

καστελλάνος, ὁ (Μ)
1. ο κάτοικος του καστελιού, του μικρού κάστρου
2. ο διοικητής του καστελιού, ο φρούραρχος
3. (ως τιμητικός τίτλος) πυργοδεσπότης
4. διοικητής, έπαρχος
5. πυργοφύλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. castellanus «καστρινός» (< castellum «κάστρο»)].