καστρινός

Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό κάστρο
1. καστρίτης, αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί μέσα σε κάστρο
2. (ως εθν. επίθ.) Καστρινός, -ή
κάτοικος του Κάστρου, της πόλης του Ηρακλείου Κρήτης.