καταμέτρηση
Greek Monolingual
η (AM καταμέτρησις) καταμετρώ
η ακριβής μέτρηση (α. «καταμέτρηση οικοπέδων» β. «άρχισε η καταμέτρηση τών ψήφων»).
η (AM καταμέτρησις) καταμετρώ
η ακριβής μέτρηση (α. «καταμέτρηση οικοπέδων» β. «άρχισε η καταμέτρηση τών ψήφων»).