κατακυλίω

Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

French (Bailly abrégé)

c. κατακυλίνδω.
Étymologie: κατά, κυλίω.

Greek Monolingual

κατακυλίω)
κυλώ κάτι προς τα κάτω, κατρακυλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κυλίω «κυλώ»].